-
1 περιάγω
A lead or draw round, Hdt.1.30, al.;τὰ φορτία ἐν βάρισι περὶ τὸ Δέλτα Id.2.179
;π. τινὰς ἐν ἁμάξῃσι κειμένους Id.4.73
: c. acc. loci, περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ (sc. τὴν παρθένον) ib. 180 (s.v.l.), cf. Men. l. c.; carry about for sale, Pl.Prt. 313d:—[voice] Med., lead round with one,ἐλέφαντα Epin.2.4
.b cause to revolve,ψυχὴ π. πάντα Pl.Lg. 898d
, cf. Plot.5.1.2 :—[voice] Pass., rotate,οἷον τροχοῦ περιαγομένου Pl.Ti. 79b
.2 lead about with one, have always by one, X.Cyr.2.2.28, cf. 1.3.3 :—more freq. in [voice] Med.,ἀκολούθους πολλοὺς περιάγεσθαι Id.Mem.1.7.2
, cf. Theopomp.Hist.89 (a), Posidon.7 J., etc.b metaph., lead round and round, perplex, τὼ θεώ με περιάγουσιν, ὥστε .. And.1.113 (s.v.l.), cf. Luc.Nigr.8 :—[voice] Pass.,περιαγόμενος τῷ λόγῳ Pl.La. 187e
.3 turn round, turn about, τὴν κεφαλήν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα, Ar. Pax 682, Av. 176, Pl.R. 515c, cf. Hp.Art. 18;τινὰ πρὸς τἀριστερά E.Cyc. 686
(s.v.l.);μύλην Poll.7.180
; π. τὴν σκυταλίδα twist it round in order to tighten a noose, Hdt.4.60; τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν καὶ δήσας twisting back the hands behind the back, Lys.1.25 ; simplyπ. τὼ χεῖρε D.H.6.82
:—[voice] Pass.,περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Philostr.Her.10.7
; so prob. περιαχθείς alone,π. κρεμήσεται PCair.Zen.202.9
(iii B. C.).6 bring round to.., [τὴν πολιτείαν] πάλιν εἰς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Arist.Pol. 1265a4
;εἰς αὑτὸν τὴν ἀρχήν Hdn.4.3.1
:—[voice] Pass.,π. εἰς ὁμόνοιαν Id.3.15.7
; εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην, Luc.Nigr.5, J.AJ5.2.8.7 Rhet., round a period, etc., περίοδος, σύνθεσις περιηγμένη, Demetr.Eloc.19, 30.II intr., come round,πάλιν κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχήν Arist.Mete. 356a8
;περιφερομένης καὶ περιαγούσης Epicur.Nat. 11.2
.2 c. acc. loci, go round,π. τὴν ἐσχατιάν D.42.5
;π. τὰς πόλεις Ev.Matt.9.35
, cf. 4.23, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιάγω
См. также в других словарях:
περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… … Dictionary of Greek